πολυβολώ

πολυβολώ
(ε) 1. μετ. обстреливать из пулемёта;
2. αμετ. вести огонь из пулемёта

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πολυβολώ" в других словарях:

  • πολυβολώ — Ν [πολυβόλος] βάλλω με πολυβόλο …   Dictionary of Greek

  • πολυβολώ — πολυβόλησα 1. πυροβολώ με πολυβόλο όπλο. 2. μτφ., μιλώ σε κάποιον ακατάσχετα: Ώρα ολόκληρη με πολυβολούσε με ερωτήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυδροβολώ — έω βάλλω με μυδραλιοβόλο, πολυβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος + βολώ (< βόλος < βάλλω). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • πολυβολητής — ο, Ν [πολυβολώ] στρατιώτης που έχει την ειδικότητα χειριστή πολυβόλου …   Dictionary of Greek

  • πολυβόληση — η, Ν [πολυβολώ] βολή με πολυβόλο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»